Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Ευβοίας
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο που ψηφίστηκε ο νέος αγορανομικός κώδικας μέχρι τη δημοσιοποίηση της πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την απελευθέρωση της αγοράς έχει ξεκινήσει μια προπαγάνδα στη διατροφική αλυσίδα που στοχεύει στην υπηρέτηση της κερδοσκοπίας, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις τόσο στην υγεία των καταναλωτών όσο και στην εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα.
Η συζήτηση για την επιμήκυνση της κατανάλωσης του φρέσκου γάλακτος έρχεται από παλιά, παράλληλα με την άλλη για την παράταση της διάθεσης των τροφίμων πέραν της ημερομηνίας ελάχιστης διατηρησιμότητας. Συζητείται δηλαδή να δοθεί στις γαλακτοβιομηχανίες το δικαίωμα της επισήμανσης ως φρέσκου του προϊόντος ως «γάλα μίας ημέρας» ή «γάλα δύο ημερών», ακόμη και «γάλα τριών ημερών», αλλά να υπάρχει και το «γάλα εννέα ημερών». Οπως επίσης συζητείται να δοθεί και στα πολυκαταστήματα η δυνατότητα για πώληση των τροφίμων που φέρνουν την ένδειξη «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από...» ή «ανάλωση μέχρι ...» μερικές ημέρες ακόμη, μέχρις εξαντλήσεως του περιθωρίου ασφάλειας που ορίζει ο αγορανομικός κώδικας.
Τρία είναι τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν:
1) αν μπορεί το κάθε προϊόν διατροφής, αδιακρίτως χώρας προέλευσης, να έχει τον ίδιο χρόνο κατανάλωσης ως φρέσκο ή ελάχιστης διατηρησιμότητας σε οποιαδήποτε άλλη μορφή τυποποίησης,
2) αν πρέπει στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης να φτάσουμε μέχρι του σημείου να μην αξιοποιούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που η φύση έχει δώσει στη χώρα μας για την παραγωγή ποιοτικών διατροφικών προϊόντων, και
3) αν πρέπει να εισαχθεί ένας καινούργιος κοινωνικός ρατσισμός, αυτός των πολιτών-καταναλωτών που θα αγοράζουν από διαφορετικά ράφια ποιοτικά μεν προϊόντα, αλλά ολιγότερο φρέσκα και ολίγον ληγμένα.
Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει παγκόσμια ένας συγκεκριμένος και σαφής χρόνος «φρεσκάδας» κατά προϊόν, για τον απλούστατο λόγο ότι οι συνθήκες παραγωγής και συγκομιδής ανά χώρα διαφέρουν.
Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, επειδή υπάρχουν μικρές και διάσπαρτες αγελαδοτροφικές μονάδες, ο χρόνος συγκομιδής είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με αυτόν των βορείων χωρών της Ευρώπης, όπου το γάλα συγκεντρώνεται και διατίθεται αυθημερόν, πράγμα που σημαίνει ότι ο χρόνος διάθεσης του φρέσκου θα είναι διαφορετικός, γιατί δεν πρέπει να υπάρξει όχι μόνο η παραμικρή ποιοτική υποβάθμιση, αλλά και αλλοίωση που να συνιστά κίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή.
Αυτά, κατά τον Κ. Χατζηδάκη, που με κυνισμό αντιμετώπισε τους αγελαδοτρόφους, αποτελούν «προκρούστεια λογική», αν δηλαδή θα είναι 5 ημέρες και όχι 9 η διάρκεια του φρέσκου γάλακτος.
Βέβαια το συγκεκριμένο ζήτημα για επιμήκυνση στις 7 ή στις 9 ημέρες έχει τεθεί πολλές φορές από τις γαλακτοβιομηχανίες, με δήθεν στόχο να μειώσουν τα κόστη τους από μεταφορές, επιστροφές κ.λπ., ενώ στην ουσία επιδιώκουν το άνοιγμα του πλαισίου που θα τους επιτρέψει αθρόες εισαγωγές φθηνού γάλακτος, που θα τους δίνει τη δυνατότητα να το διαθέτουν και ως φρέσκο.
Αυτό όμως που απασχολεί κυρίως τους παραγωγούς είναι ότι θα οδηγηθεί σε διάλυση ο κλάδος τους, που σήμερα με μεγάλες δυσκολίες καλύπτει τους 630.000 τόνους από τους 1.350.000 που έχει ανάγκη ο Ελληνας καταναλωτής. Παράλληλα βέβαια θα χαθούν και χιλιάδες θέσεις εργασίας (κτηνίατροι, φαρμακέμποροι, εργάτες, ζωοτέχνες κ.λπ.) σε μια δραστηριότητα που, ιδιαίτερα σήμερα, πρέπει να στηριχτεί για άλλους λόγους.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι πέφτει το κόστος γάλακτος κατά 10 λεπτά το λίτρο, αυτό σημαίνει ότι η μέση ελληνική οικογένεια θα επωφεληθεί περίπου 3 ευρώ το μήνα. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτή η επιβάρυνση που θα έχει η ελληνική οικογένεια είναι σημαντικότερη από τη διάλυση της ελληνικής αγελαδοτροφίας;
Είναι σίγουρος ο κ. Χατζηδάκης ότι μόλις σβήσει η ελληνική αγελαδοτροφία, δεν θα ακριβύνει το γάλα κατά πολύ για τον μέσο Ελληνα καταναλωτή; Αλήθεια, πώς εξηγεί το γεγονός ότι το μακράς διάρκειας ζωής γάλα στη χώρα μας είναι ακριβότερο από το φρέσκο;
Οφείλουμε να στηρίξουμε γενικά την κτηνοτροφία όχι μόνο γιατί πρέπει να αποκτήσουμε διατροφική επάρκεια, αλλά και γιατί τα προϊόντα που παράγει είναι ποιοτικά και βρίσκουν αξιόλογη θέση στην παγκόσμια αγορά. Εξάλλου σε όλες τις διατροφικές κρίσεις των τελευταίων χρόνων, από τις διοξίνες μέχρι τους πυρετούς, η ελληνική αγελαδοτροφία στάθηκε αλώβητη.