* Άρθρο του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Βαγγέλη Αποστόλου,
στην Εφημερίδα των Συντακτών
Γράφω τούτες τις γραμμές με κίνδυνο να παρερμηνευτούν, αλλά θεωρώ χρέος μου να τοποθετηθώ στο φλέγον αυτή την περίοδο ζήτημα της δασοπροστασίας, όχι μόνο γιατί το παρακολουθώ επί πολλά χρόνια και μάλιστα με επώδυνες επιπτώσεις, αλλά και γιατί αναδεικνύεται σε μείζον θέμα η προμήθεια κι άλλων εναέριων μέσων πυρόσβεσης
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει υπάρξει διεθνώς μία τάση για την ανάθεση σε φορείς πυρόσβεσης ή πολιτικής προστασίας της κατάσβεσης των πυρκαγιών στο φυσικό περιβάλλον, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι φωτιές αυτές αποτελούν ένα φαινόμενο που επηρεάζεται σε όλα του στάδια από τη λειτουργία της φύσης, αλλά και μια σύνθετη φυσική καταστροφή με σαφείς περιβαλλοντικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους, που αλληλεπιδρούν έντονα μεταξύ τους
Αυτή η εξέλιξη υπήρξε έντονη στη χώρα μας, ιδιαίτερα μετά τη μεταφορά το 1998 της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα στη χώρα μας εδώ και 20 χρόνια: από την ώρα που εκδηλώνεται ένα επεισόδιο αγροτοδασικής πυρκαγιάς όλων το βλέμμα στρέφεται προς τον ουρανό, αναμένοντας τα εναέρια πυροσβεστικά μέσα.
Συνέπεια της προσέγγισης αυτής είναι να δίδεται απόλυτη έμφαση στην καταστολή, σε βάρος της πρόληψης και της έγκαιρης επέμβασης, πράγμα που πολλαπλασίασε και το κόστος κατάσβεσης.
Φτάσαμε έτσι να έχουμε ένα τεράστιο κόστος στην καταστολή, που ξεπερνά τα 400 εκατ. ευρώ (χωρίς να προσθέσουμε το κόστος που πληρώνει ο αγροτικός τομέας, ο οποίος χάνει κάθε χρόνο περισσότερα από 50.000 στρέμμ. καλλιέργειες), ενώ την ίδια στιγμή οι δαπάνες πρόληψης δεν ξεπερνούν τα 20 εκατ. (με τις περισσότερες να αποτελούν ζητούμενο αν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό που δόθηκαν), αλλά και ελλιπή έως ανύπαρκτη διαχείριση στα δάση. Δυστυχώς, πάνω από το 90% των δασών είναι χωρίς διαχειριστική έκθεση και το 100% χωρίς καθαρισμό και ουσιαστική φύλαξη.
Ολα αυτά, αν συνδυαστούν και με την εγκατάλειψη που βίωσε την ίδια περίοδο η ύπαιθρος, συντελούν σε συσσώρευση δασικής βιομάζας και αύξηση του κινδύνου που προέρχεται από την καύσιμη ύλη, άρα και σε καταστροφικές πυρκαγιές.
Επιπλέον, με την έμφαση να δίνεται στην καταστολή, έχει δημιουργηθεί στις τοπικές κοινωνίες, που τις αφορά η αντιμετώπιση των πυρκαγιών, μια νοοτροπία που τις οδηγεί πολλές φορές να αντιδρούν εκτοξεύοντας... πυροβολισμούς «κατά παντός υπευθύνου», επειδή δεν ήρθαν έγκαιρα να σβήσουν τη φωτιά στην αυλή τους.
Και το χειρότερο όλων, είναι ότι η επέμβαση αυτή των εναέριων μέσων συνεχίζεται και μέρες μετά τον απόλυτο έλεγχο της περιμέτρου των πυρκαγιών, με το κυνηγητό και του τελευταίου κάρβουνου.
Αλήθεια, αναρωτήθηκε κανείς τι κόστος έχει αυτή η τελευταία λειτουργία;
Θα σταθώ σε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που βίωσα πρόσφατα.
Η πρώτη, στη Στερεά Ελλάδα, όταν ρώτησα έναν υλοτόμο από τους ελάχιστους που απέμειναν -και μάλιστα χωρίς δουλειά- στα ορεινά δασικά συγκροτήματα της χώρας μας, γιατί παρακολουθούν ως θεατές την εξέλιξη των πυρκαγιών, μου είπε τη χαρακτηριστική φράση: «Τα δάση σήμερα δεν τα σκίζουν ούτε τα αγριογούρουνα». Μου έδωσε την απάντηση στο πρόβλημα που έχει ο αγροτικός χώρος αυτή την ώρα από τις καταστροφές που δημιουργούν τα αγριογούρουνα στις καλλιέργειες, αφού δεν μπορούν να επιβιώσουν στον φυσικό τους βιότοπο.
Η δεύτερη, στην πυρκαγιά στα Κύθηρα, όταν ο δήμαρχος ζήτησε να εγκατασταθεί σε κάθε νησί και κατ’ επέκταση σε κάθε περιοχή ένα σύγχρονο πυροσβεστικό ελικόπτερο με τις ανάλογες υποδομές για τη λειτουργία του!
Οι φετινές καταστροφικές πυρκαγιές στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές περιοχές της νότιας Μεσογείου, κατέδειξαν αναγκαία την επανεξέταση του μοντέλου δασοπυρόσβεσης.
Η αντιμετώπιση των πυρκαγιών που έχει κυρίαρχο πυλώνα την εναέρια καταστολή έχει εξαντλήσει τα όριά της.
Δεν μπορούμε να αυξάνουμε αενάως την ισχύ αυτής της πυρόσβεσης σε αναλογία με τον αυξανόμενο κίνδυνο, όταν μάλιστα σε συνδυασμό με την αλλαγή του κλίματος η πιθανότητα να ζήσουμε στο εγγύς μέλλον καταστροφικές περιόδους, όπως εκείνη του 2007, είναι εξαιρετικά μεγάλη, πόσω μάλλον όταν σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, σε δύσβατες περιοχές και σε νυχτερινές ώρες δεν υπάρχει και καμία δυνατότητα επέμβασης.
Η ανάγκη λοιπόν της επαναπροσέγγισης του μοντέλου διαχείρισης των πυρκαγιών στη χώρα είναι πλέον προφανής.
Οι αιτίες που προξενούν και επεκτείνουν τις αγροτοδασικές πυρκαγιές είναι τέσσερις:
α) Η σύνθεση της χλωρίδας των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, που είναι πυρόφιλη και είναι βέβαια υπόθεση της φύσης. Δεν είναι εύκολη η αλλαγή της και ενέχει και κινδύνους οικολογικής υποβάθμισης.
β) Οι καιρικές συνθήκες, που κι αυτές είναι υπόθεση της φύσης και αναμενόμενες. Καλοκαίρι χωρίς υψηλές θερμοκρασίες και μελτέμια δεν υπάρχει στην Ελλάδα.
γ) Τα ξερά χόρτα και τα υπολείμματα των ανοιξιάτικων αγροτικών καλλιεργειών και δραστηριοτήτων.
δ) Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αφορά κυρίως τον εγκληματικά αμελή πολίτη, από τον αγρότη που καίει την καλαμιά στα σιτοχώραφα μέχρι τον επισκέπτη που πετάει το αποτσίγαρό του, αλλά και δευτερευόντως τους φορείς που διαπερνούν τις υπηρεσίες τους από τις εύφλεκτες περιοχές, όπως η ΔΕΗ.
Αν οι δύο πρώτες ευνοούν τις δασικές πυρκαγιές, η τρίτη είναι το προσάναμμα και η τέταρτη ο αυτουργός που τις προξενεί και καθορίζει και το μέγεθος των καταστροφών. Ενας σωστός σχεδιασμός προστασίας από τις πυρκαγιές πρέπει να στηρίζεται κυρίως στην πρόληψη και δευτερευόντως στην καταστολή. Επιτυχής πρόληψη είναι αυτή που μειώνει μέχρι μηδενισμού τις πιθανότητες ανάφλεξης. Κι αυτό απαιτεί ορθολογική διαχείριση και επαρκή φύλαξη.
Επιτυχής καταστολή υπάρχει όταν μέσα σε 10 λεπτά από την έναρξη του επεισοδίου της φωτιάς γίνει επέμβαση. Ασφαλώς και δεν μπορούμε να το πετύχουμε με την πρόταση του δημάρχου Κυθήρων. Οχι μόνο γιατί δεν μπορεί να τη «σηκώσει» κανένας προϋπολογισμός, αλλά και γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε όλες τις περιπτώσεις (ανάγλυφο, νύχτα, άνεμοι κ.λπ.).
Ο διαχωρισμός της πρόληψης από την καταστολή στέρησε επίσης και τη δυνατότητα στη Δασική Υπηρεσία, που ασχολείται με τη διαχείριση των δασών, να συμμετέχει στη δασοπυρόσβεση. Δεν υπάρχει προηγούμενο ο διαχειριστής ενός φυσικού οικοσυστήματος, ο δασάρχης στην προκειμένη περίπτωση, να απουσιάζει όταν αυτό καταστρέφεται. Αν δεν κάνει καλά τη δουλειά του να τον αντικαταστήσουμε, όχι όμως να τον καταργήσουμε.
Οφείλω να σημειώσω εδώ αυτό που διαπίστωσα ο ίδιος με την παρουσία μου στα Κύθηρα: ότι κινητοποιήθηκε μεγάλος αριθμός εναέριων και επίγειων δυνάμεων, που έδωσαν μεγάλη μάχη για τον πλήρη έλεγχο μιας από τις δυσκολότερες πυρκαγιές.
Ομως αυτές οι δυνάμεις είναι αδύνατο να επέμβουν στα πρώτα κρίσιμα λεπτά. Μπορούν όμως να το πετύχουν οι τοπικές κοινωνίες με την καθοδήγηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Κι αυτό συνέβαινε παλαιότερα, όταν εκδηλωνόταν πυρκαγιά χτυπούσαν οι καμπάνες του χωριού και όλοι οι κάτοικοι έτρεχαν με αξίνες, φτυάρια και τσεκούρια κι έσβηναν τις φωτιές. Και τότε υπήρχαν πολλά επεισόδια, σίγουρα περισσότερα από τα τωρινά, αλλά υπήρχε έγκαιρη επέμβαση γιατί ο κόσμος ζούσε με τα δάση.
Στη διαχείριση των πυρκαγιών (αλλά και των άλλων φυσικών κινδύνων) δεν περισσεύει κανείς.
Το ερώτημα, όμως, που μπαίνει είναι πόσοι από αυτούς έχουν σχέση σήμερα με τα ζητούμενα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, την πρόληψη και την έγκαιρη επέμβαση; Κι αν υπάρχει η δυνατότητα να απασχοληθούν.
Η απάντηση είναι απλή: ελάχιστοι σήμερα συμμετέχουν, ενώ μπορούν περισσότεροι και μάλιστα χωρίς πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος. Σχεδιασμός και εγρήγορση είναι η απάντηση.
Ομως ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στους κατοίκους της υπαίθρου που ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, μια και αυτοί έχουν από τις πυρκαγιές τις περισσότερες επιπτώσεις από οποιονδήποτε άλλο.
Αναφέρω ένα παράδειγμα: το 60% των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα χρησιμοποιούνται από τους κτηνοτρόφους είτε για βόσκηση είτε για δήλωση ως επιλέξιμες στον ΟΣΔΕ για τις ενισχύσεις. Οταν καίγονται και κηρύσσονται (πολύ σωστά) αναδασωτέες, χάνονται οι δυνατότητες αυτές. Γι’ αυτό και μακροπρόθεσμα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στους κατοίκους των περιοχών που πλήττονται από πυρκαγιές, όπως είναι οι κτηνοτρόφοι στην προκειμένη περίπτωση, οι αγρότες, οι δασεργάτες και άλλοι, να ασχοληθούν ενεργά και με τη δασοπροστασία αλλά και την εκμετάλλευση των δασών.
Ενα μέρος αυτών των προτάσεων υπάρχει και στο ομόφωνο πόρισμα της Βουλής του 1993, που ασφαλώς εξακολουθεί να είναι και σήμερα χρήσιμο ως οδηγός, αρκεί να υπάρξουν βελτιώσεις και να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα που έχει προκύψει στο φυσικό περιβάλλον από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.