Άρθρο του Β. Αποστόλου πρώην Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Ευβοίας και πρώην Υπουργού ΑΑΤ
Μπορεί να μην ήταν σε προτεραιότητα στις κινητοποιήσεις το πρόβλημα των ακινήτων του αγροτικού χώρου, χρειάζεται όμως άμεση προσέγγιση, γιατί όταν το 2012 έγινε η διάσπαση της Αγροτικής Τράπεζας σε καλή και κακή, όλες οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του αγροτικού χώρου, που ήταν πάνω από 90 ημέρες, μπήκαν στη διαδικασία της εκκαθάρισης.
Κι αυτό σήμανε ότι έκτοτε η Εκκαθαρίστρια Εταιρεία, γνωστή ως PQH, είχε στη δικαιοδοσία της 35.000αγρότες – φυσικά πρόσωπα – να συνδέονται με 80.000 λογαριασμούς, καθώς και 650 συνεταιρισμούς με οφειλές, οι οποίες με ημερομηνία 31/12/ 2017 έφταναν στα 1,5 δις. Αν δε προσθέσουμε και τους εκτοκισμούς με τα ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια που υπήρχαν από τότε ως σήμερα, υπολογίζουμε ότι οι συνολικές οφειλές θα είναι κοντά στα 3 δις.
Αυτή ήταν η κατάσταση από πλευράς οφειλών του αγροτικού χώρου τη περίοδο των αγροτικών κινητοποιήσεων του 2014.
Η μόνη προσπάθεια που έγινε τότε από την συγκυβέρνηση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, ήταν η κατάθεση μιας τροπολογίας εξαπάτησης των αγροτών, η οποία δεν βρήκε ούτε μία εφαρμογή.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018, παρά τις γνωστές μνημονιακές συνθήκες, ασχολήθηκε ουσιαστικά με το πρόβλημα, θεσμοθετώντας τη δυνατότητα μέσα από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό να υποβληθούν αντίστοιχα αιτήματα.
Δυστυχώς, μόνο 50 αιτήματα κατατέθηκαν στη συγκεκριμένη πλατφόρμα, παρότι ήταν τεράστιο το ζήτημα και έπρεπε να αντιμετωπισθεί.
Η επόμενη Κυβέρνηση της Ν.Δ. όχι μόνο δεν έδειξε κάποιο ενδιαφέρον για την δεσμευμένη περιουσία του αγροτικού χώρου, αλλά έφτασε μέχρι και το ξεπούλημά της, αφού από την εξυγίανση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με το ν.4384/2016 , πήγε στην άλωσή του από ιδιώτες με το ν.4623/2020.
Η είσοδος των ιδιωτών στο κεφάλαιο των αγροτικών συνεταιρισμών, και μάλιστα με δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στα όργανα Διοίκησης, ευνόησε σκανδαλωδώς όλους αυτούς που ήθελαν να περάσουν τα περιουσιακά στοιχεία των συνεταιρισμών, με πολύ λίγα χρήματα, σε ιδιώτες επενδυτές.
Η διάταξη αυτή μάλιστα συνάντησε και την καθολική άρνηση από τους φορείς του χώρου. Ήταν χαρακτηριστική η τοποθέτηση στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής του Γενικού Διευθυντή της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας (τα μέλη της ξεπερνούν τους 1,2 δισ. Συνεταιριστές) ο οποίος τόνισε: “Όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί μια τέτοια ρύθμιση, απέτυχε”. Στην πράξη μετά από 4 χρόνια δικαιώθηκε, αφού η διάταξη αυτή βρήκε εφαρμογή μόνο σε ένα υπερχρεωμένο συνεταιρισμό.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτές οι οφειλές έχουν γίνει σε χρόνους, που είχαμε επιτόκια του 26% και 30%, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που θέλαμε ως χώρα τα χρήματα από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, αλλά δεν υπήρχε δυνατότητα συμμετοχής και κατέφευγαν οι αγρότες σε δάνεια έναντι επιχορήγησης και οι επιχορηγήσεις έρχονταν μετά από 3-4 χρόνια.
Όπως γίνεται αντιληπτό οι οφειλές αυτές των 3 δις δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν, ούτε κατ’ ελάχιστον από τους οφειλέτες φυσικά πρόσωπα-αγρότες, αλλά ούτε κυρίως από τους συνεταιρισμούς. Κι ούτε βεβαίως πρόκειται να καλυφθούν από το τυχόν πλειστηρίασμα που μπορεί να προκύψει μέσα από αναγκαστικού χαρακτήρα διαδικασίες στις υποθηκευμένες εγκαταστάσεις, εξοπλισμούς και ακίνητα που συνδέονται με τα χρέη.
Το ζήτημα όμως μπαίνει επιτακτικά πλέον, γιατί η PQH έχει δρομολογήσει διαδικασίες ξεπουλήματος, κυρίως για να καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας της, χωρίς να εξετάζει πόσες και ποιες από αυτές τις υποθήκες είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της αγροτικής δραστηριότητας από τους υπερχρεωμένους ιδιοκτήτες τους, αλλά και γενικότερα από όσους δραστηριοποιούνται στον αγροτικό χώρο.
Το χειρότερο δε όλων είναι ότι πολλά από αυτά τα δάνεια έχουν συνδεθεί με πρόσθετες υποθήκες, που με βάση τον ιδρυτικό της νόμο είχε η ΑΤΕ το προνόμιο να εγγράφει, χωρίς τη συναίνεση και την ενημέρωση του δανειολήπτη.
Η πρόταση που μπορεί να προχωρήσει είναι η Τράπεζα της Ελλάδας που εποπτεύει τη PQH και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με νομοθετική ρύθμιση, να δώσουν κατεύθυνση στην PQH να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας και όχι μια εμμονή άρνησης συμβιβασμού, που τα τελευταία χρόνια συστηματικά επιδίδεται, γιατί αυτή η πρακτική δεν οδηγεί σε λύσεις αμοιβαίου συμφέροντος.
Όπου μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η περιουσία να συνεργαστούν τα δύο μέρη με στόχο ,τη καταγραφή, την εκτίμηση της αξίας της και το διαχωρισμότης σε παραγωγική αγροτική και αστική. Η δεύτερη μένει στη διάθεση της υπό εκκαθάριση ΑΤΕ και η πρώτη μεταφέρεται σε ένα φορέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που θα έχει ως στόχο την ορθολογική αξιοποίησή της.
Δυστυχώς, με το ν/σ που έφερε η Κυβέρνηση της Ν.Δ. για το συνεργατισμό στον αγροτικό χώρο κατήργησε τον ΟΔΙΑΓΕ, τον Οργανισμό Διαχείρισης Ακινήτων και Αγροτικής Γης που είχαμε θεσμοθετήσει γι αυτό το σκοπό, αφήνοντας μια τεράστια περιουσία απροστάτευτη.
Στους φορείς και τα φυσικά πρόσωπα–αγρότες, που έχουν βιώσιμη προοπτική να εκχωρηθούν για χρήση με ένα συμβολικό τίμημα η υποθηκευμένη αγροτική τους περιουσία για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Σε όσους δεν έχουν προοπτική να εκχωρηθεί για χρήση σε άλλα συνεργατικά σχήματα της περιοχής που πληρούν τις προϋποθέσεις.
Έτσι και η αστική περιουσία μπορεί να καλύψει ένα μέρος των οφειλών και η αγροτική να συμβάλει στην υπηρέτηση του σκοπού της, που είναι η ανάπτυξη της αγροτικής δραστηριότητας. Όλα αυτά βέβαια περνούν, όπως τόνισα, μέσα από αντίστοιχη νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία για να αποβεί αποτελεσματική πρέπει να παρέχει βιώσιμες λύσεις.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις οφειλετών που έχουν χρέη σε πολλούς πιστωτές. Η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι, η διαφορετική προσέγγιση για ρύθμιση από φορέα σε φορέα και οι λύσεις που δίνονται για την αποπληρωμή των χρεών, κάνουν μεγάλο αριθμό οφειλετών να παγιδεύονται στον λαβύρινθο των δόσεων.
Μάλιστα αρκετές φορές δεν μπορούν να παραμείνουν εντός των ρυθμίσεων στις οποίες υπάγονται έως το τέλος με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος στόχος.
Είναι αρκετά τα παραδείγματα που οι φορείς (Τράπεζες, Δημόσιο, ΕΦΚΑ, PQH, Ανακτήσεις) αντιπαλεύουν μεταξύ τους κυρίως δικαστικά, προκειμένου να αποκτήσουν πλεονέκτημα έναντι των άλλων πιστωτών στην ανάκτηση των απαιτήσεων τους. Για το λόγο αυτό θα ήταν σωστό, η ρύθμιση των οφειλετών να είναι συνολική και να συμπεριλαμβάνει αναλογικά την ικανοποίηση όλων των πιστωτών.