Άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών
Πυρκαγιές στο φυσικό περιβάλλον της χώρας μας είχαμε και θα έχουμε γιατί στο μεσογειακό δασικό οικοσύστημά μας κυριαρχούν τα πυρόφιλα είδη. Κι αυτή η βλάστηση αν συνδυαστεί με μελτέμια, υψηλές θερμοκρασίες και το δύσκολο ανάγλυφο δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα για τους εμπρηστές.
Και εμπρηστής δεν είναι η κλιματική αλλαγή. Είναι κάποιο ανθρώπινο χέρι, από τον εγκληματικά αμελή πολίτη που βάζει φωτιές για να κάψει κλαδιά, μέχρι το δημοτικό άρχοντα που παίρνουν φωτιά οι χωματερές του Δήμου του, τη ΔΕΗ με τους υποσταθμούς και τα καλώδιά της και την Πολιτεία που την επόμενη ημέρα σκέπτεται πως θα τακτοποιήσει τους καταπατητές. Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει και μεγεθύνει τις επιπτώσεις.
Για την αντιμετώπιση αυτών των πυρκαγιών και των συνεπειών τους ασφαλώς και πρέπει να εφαρμόζονται τόσο οι εκκενώσεις όσο και η καταστολή με εναέρια μέσα. Όμως η εμπειρία από την αποκλειστική χρήση τους δε λύνει το πρόβλημα.
Στη χώρα μας κυριαρχούν δύο είδη πυρκαγιών, οι αγροτοδασικές, που αφορούν σε αγροτικού και δασικού χαρακτήρα εδάφη και οι περιαστικές, που προέκυψαν αργότερα. και αφορούν σε ένα ανθρωπογενές σύμπλεγμα δόμησης και βλάστησης.
Και στις δύο χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση.
Ξεκινώ από τις αγροτοδασικές, δηλαδή τις πυρκαγιές της επαρχίας. Όταν έγινε η μεταφορά της ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική στην Πυροσβεστική Υπηρεσία το 1998 είχαμε και τότε πολλές φωτιές, αλλά ένα ελάχιστο ποσοστό εξελίσσονταν σε μεγάλες, γιατί υπήρχε έγκαιρη επέμβαση. Κι αυτή γινόταν βασικά από τους κατοίκους των πληττόμενων περιοχών, που ήταν κυρίως αγρότες και δασεργάτες, δηλαδή είχαν σχέση ζωής με τις καιγόμενες εκτάσεις.
Δυστυχώς, με τη μεταφορά αυτή άρχισε να βιώνει ο δασικός χώρος το παράδοξο, οι έχοντες ως απασχόληση τη διαχείριση του δάσους, δηλαδή οι δασικοί υπάλληλοι και όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτό να μη συμμετέχουν όταν καιγόταν, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνθηκαν και οι κάτοικοι που ζούσαν από και μέσα στο δάσος.
Η απουσία όμως αυτή όχι μόνο επέτρεψε στην πλειοψηφία των πυρκαγιών να γίνονται μεγάλες, αλλά και έφερε κι ένα άλλο αποτέλεσμα, την εξαφάνιση της πρόληψης και τη θεοποίηση της εναέριας καταστολής.
Είναι αναμφισβήτητο ότι εδώ που φτάσαμε η ύπαρξη αρκετών εναέριων μέσων καταστολής αποτελεί πλέον αναγκαιότητα. Δεν μπορεί όμως αυτή η προσέγγιση να αναιρεί την πρόληψη ως το βασικότερο εργαλείο υπεράσπισής της, που σημαίνει:
-αντιπυρικός σχεδιασμός και εργασίες αντιπυρικής προστασίας που ξεκινούν από καθαρισμούς και φτάνουν μέχρι τις αντιπυρικές ζώνες (σήμερα το 99% των δασών της χώρας μας στερείται διαχειριστικών εκθέσεων και αντιπυρικών σχεδίων).
-φύλαξη και περιπολίες στα δάση (σήμερα τα δάση όχι μόνο δεν τα επισκέπτονται πλέον οι άνθρωποι, αλλά ούτε και μπορούν να τα σκίσουν τα αγριογούρουνα που έχουν επεκτείνει το ζωτικό τους χώρο μέχρι τις πλατείες των αστικών περιοχών).
-μα πάνω από όλα πρόληψη σημαίνει και έγκαιρη επέμβαση, δηλαδή ο χρόνος της πρώτης επέμβασης στα επεισόδια να μην ξεπερνά τα 10-15 λεπτά, που μπορεί να επιτευχθεί με περαιτέρω ενίσχυση των δασοκομάντος.
Για να υπηρετηθούν όλα αυτά όμως πρέπει να εξασφαλιστεί μια χρηματοδότηση τέτοια που τουλάχιστον θα εξισορροπεί την αντίστοιχη της καταστολής.
Παράλληλα όμως πρέπει να δούμε και την επόμενη της καταστροφής ημέρα. Eκεί λοιπόν στις πληγείσες περιοχές πρέπει να διασφαλιστούν τόσο η κάλυψη των ζημιών όσο και και η αποκατάσταση του περιβάλλοντος.
Οι πυρκαγιές αυτές αφορούν σε σημαντικό βαθμό και τον αγροτικό χώρο που συμβάλλει καθοριστικά στη διαβίωση των κατοίκων σε αυτές τις περιοχές. Περί τους 580.000 πολίτες σε όλη τη χώρα έχουν κύριο ή συμπληρωματικό εισόδημα από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Ειδικά η γεωργία από τις πυρκαγιές αυτές χάνει κάθε χρόνο περισσότερα από 50.000 στρ. καλλιεργειών, αλλά και άλλες υποδομές.
Επίσης το 50% των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα χρησιμοποιούνται πλέον και από τους κτηνοτρόφους είτε για βόσκηση, είτε για δήλωση ως επιλέξιμες στον ΟΣΔΕ για τις ενισχύσεις.
Όμως όταν οι εκτάσεις αυτές καίγονται κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και χάνουν τις δυνατότητες αυτές. Γι’ αυτό και μακροπρόθεσμα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στους κατοίκους των περιοχών που πλήττονται από πυρκαγιές, δηλαδή τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους, τους δασεργάτες, τους μελισσοκόμους, να ασχολούνται ενεργά και με την αποκατάσταση και την προστασία των δασών.
Στις περιαστικές βέβαια πυρκαγιές πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στην οργάνωση της εθελοντικής δράσης.
Όλοι όσοι ασχολούνται σήμερα με την δασοπυρόσβεση χρειάζονται, αρκεί να έχουν συγκεκριμένους ρόλους στη συνεργασία. Μια τέτοια πορεία στο μέλλον θα δημιουργήσει και τις προϋποθέσεις ενός ορθού συντονισμού από αυτούς που θα γνωρίζουν καλύτερα όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν την πορεία κάθε επεισοδίου αρκεί προηγούμενα να έχει στελεχωθεί με το απαραίτητο προσωπικό και τους απαιτούμενους πόρους.
Κι επειδή πολλά λέγονται για νέα δάση μετά τις πυρκαγιές, που αφήνουν ακόμη ανοιχτά ζητήματα αλλαγής χρήσης, να ξεκαθαριστούν από την αρχή δύο πράγματα: Όχι μόνο πρέπει να αφήνεται στη φύση το αναγεννητικό έργο, αλλά και να βοηθιέται γι αυτό και η δασοπροστασία ως δραστηριότητα να ανήκει αποκλειστικά στους ανθρώπους του Δάσους.