Άρθρο του Β.Αποστόλου στην Εφημερίδα των Συντακτών (27/12/2019)
Η πρόταση που παρουσίασε η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση, με τα σχέδια «Ιόλαος» και «Δάρδανος», των αγροτοδασικών πυρκαγιών και των πλημμυρικών φαινομένων, συνεχίζει μια συζήτηση που έχει αρχίσει εδώ και καιρό για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών. Αν και τα δύο σχέδια αφορούν χωριστές καταστροφές, θα έλεγα ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι αλληλένδετες.
Το μοντέλο δασοπυρόσβεσης που ακολουθείται εδώ και 30 χρόνια δεν απέδωσε και γι’ αυτό έχει ήδη μπει στη διαδικασία επαναπροσέγγισης. Βέβαια τέτοιου είδους διαδικασίες απαιτούν και χρόνο.
Εγινε μια αρχή με το πόρισμα Goldammer που ανακοίνωσε ο τέως πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, και άρχισε να υλοποιεί η κυβέρνησή του, με την επαναφορά στη δασοπυρόσβεση της Δασικής Υπηρεσίας και την ενίσχυση της πρόληψης. Πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή του λαμβάνοντας υπόψη και μερικούς προβληματισμούς, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
Οι αγροτοδασικές πυρκαγιές στη χώρα μας, αλλά και των περιοχών με μεσογειακό κλίμα, είναι συνυφασμένες με τα δασικά τους οικοσυστήματα, με την πυρόφιλη χαλέπιο πεύκη να κυριαρχεί και να είναι το σημαντικότερο εργαλείο της φύσης για την αναγέννηση. Ομως σήμερα υπάρχει κι ένας πρόσθετος λόγος αύξησης αυτών των πυρκαγιών, που είναι η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους. Σήμερα τα δάση είναι αδιάβατα ακόμη και από τα άγρια ζώα, αφού δεν μπορούν να επιβιώσουν στον φυσικό τους βιότοπο.
Πρέπει να ξαναφέρουμε τον άνθρωπο στο δάσος κι αυτό θα γίνει μόνο με την άσκηση χρήσεων που θα είναι συμβατές με τους κανόνες της αειφορικής διαχείρισης των δασών, όπως γινόταν τα παλιότερα χρόνια. Παρότι υπήρχαν περισσότερα επεισόδια, δεν καίγονταν, όχι μόνο γιατί η διαχείριση γινόταν με στόχο τη μείωση του κινδύνου της πυρκαγιάς και με ταυτόχρονη παραγωγή πλούτου γι’ αυτούς, αλλά και γιατί την ώρα που εκδηλωνόταν χτυπούσαν οι καμπάνες του χωριού κι όλοι έτρεχαν, με αξίνες, φτυάρια και πριόνια, για να σταματήσουν την εξάπλωσή της.
Ομως πέραν της καταστολής, πρέπει να εστιάσουμε στην οργάνωση του τομέα της πρόληψης και της έγκαιρης επέμβασης. Οταν μιλάμε για πρόληψη εννοούμε: αντιπυρικά σχέδια και έργα συντήρησης και δημιουργίας υποδομών (δασικοί δρόμοι, αντιπυρικές ζώνες κ.λπ.), αλλά και εικοσιτετράωρη φύλαξη όλη την αντιπυρική περίοδο, στην οποία θα συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς και οι εθελοντές, βάσει ενός σχεδίου που θα περιλαμβάνει και δυνατότητα έγκαιρης παρέμβασης, όταν προκύψει επεισόδιο, μέσα σε 15 λεπτά.
Η επόμενη μέρα της καταστολής πρέπει να στοχεύει στην υπεράσπιση της αναγέννησης και στην αποφυγή πλημμυρικών φαινομένων. Γι’ αυτό και η πρώτη κίνηση πρέπει να είναι η πράξη κήρυξης αναδασωτέων όλων των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα που κάηκαν και η δεύτερη η εκτέλεση μικρών έργων με υλικά από τα καμένα, τα γνωστά ως κλαδοπλέγματα και κορμοδέματα. Θέλει μεγάλη προσοχή η συγκεκριμένη εργασία αφού πρέπει να λειτουργούν μόνον ως συλλέκτες φερτών υλών και όχι ως αποταμιευτήρες, γιατί τότε σπάνε και δημιουργούν επικίνδυνες καταστάσεις.
Για να οργανωθεί όμως σωστά η αντιπλημμυρική προστασία, πρέπει να συνταχθούν οριστικές μελέτες τόσο για το ορεινό τμήμα της λεκάνης απορροής όσο και για το πεδινό. Είναι επίσης προφανές ότι αν δεν γίνουν μικρά φράγματα στο ορεινό τμήμα των λεκανών απορροής για να μειωθεί ο όγκος των φερτών υλικών, όσο μεγάλο και να είναι το φράγμα στα κατάντη δεν μπορεί να συγκρατήσει τα φερτά υλικά και γι’ αυτό παρατηρούνται αυτά τα φαινόμενα των φερτών υλικών και των πλημμυρών στις πόλεις.
Οι δυνατές βροχές ως φυσικό φαινόμενο εμφανίζονται τακτικά σε πολλά μικροκλίματα της χώρας μας, το μέγεθος όμως της καταστροφής που προκαλούν έχει σχέση με την πρότερη ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά και τη μετέπειτα. Οταν έχουμε φτάσει στο σημείο η πολιτεία εδώ και δεκαετίες να έχει μάθει μόνο να νομιμοποιεί παρανομίες και αυθαιρεσίες, με χαρακτηριστικότερες αυτές των μπαζωμάτων στα ρέματα, τότε χρειάζονται ανατροπές μεγάλες.
Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να ζούμε με τις πυρκαγιές, τις οποίες όσο και να θέλουμε δεν μπορούμε να τις μηδενίσουμε, μπορούμε όμως να μειώσουμε τόσο τη συχνότητα εμφάνισής τους όσο και τις ζημιές που προξενούν. Το σίγουρο είναι ότι στη διαχείρισή τους δεν περισσεύει κανένας, πόσο μάλλον αυτοί που μπορούν να βοηθήσουν τόσο στην πρόληψη όσο και στην καταστολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου