Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Απαραίτητη για τη συμφωνία όλη η εκκλησιαστική περιουσία.

Του Βαγγέλη Αποστόλου (*) 

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 21/11/2018 


Το 2008, την περίοδο που κυριάρχησε «το σκάνδαλο Βατοπεδίου» η μήτρα της «Εφημερίδας των Συντακτών», η «Ελευθεροτυπία», έγραφε στον «Ιό του Σαββάτου» για τη μοναστηριακή περιουσία της Σκύρου, «τα χρυσοπληρωμένα χρυσόβουλα του Νικηφόρου Φωκά», ενώ την ίδια στιγμή σε άρθρο μου στην «Αυγή» σημείωνα για την ίδια περιουσία «τα χρυσόβουλα και τα ταπία καλά κρατούν». 

Η «Ελευθεροτυπία» και η «Αυγή» «τιμήθηκαν» από το Αγιον Ορος με μία αποζημιωτική αγωγή και εγώ που ασχολήθηκα πιο διεξοδικά με το θέμα με τέσσερις, συνολικού ύψους 1.640.000 ευρώ. Η περιπέτεια έληξε με τις αγωγές να μην εκδικάζονται τελικά. 

Δέκα χρόνια μετά, στην πρώτη αντίδρασή μου για τη συμφωνία Εκκλησίας και Κράτους τη χαρακτήρισα ιστορική, γιατί πρώτη φορά το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου θα διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. 

Βεβαίως και θα συνεχίσουν να πληρώνονται, αλλά με τη μορφή επιδότησης με ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας (περί τα 200 εκατ. ευρώ). 

Επίσης αποφασίστηκε η δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΤΑΕΠ), στο οποίο εντάσσεται υποχρεωτικά η αμφισβητούμενη από το Δημόσιο μετά το 1952 περιουσία και εθελοντικά κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο της Εκκλησίας που θα παραχωρήσει προς αξιοποίηση. 

Κι αυτό που, τουλάχιστον από την πλευρά του, το Δημόσιο στοχεύει είναι η αξιοποίηση αυτή να καλύψει κάποτε το ποσό της επιδότησης. 

Η πρόταση απαντά ταυτόχρονα και σε μια πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί εδώ και 200 χρόνια στα θέματα διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας και στις χρηματοδοτικές δεσμεύσεις της Πολιτείας προς την Εκκλησία. 

Στη διαχείριση χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι εκτάσεις των 420 διαλυμένων μονών του 1936. Τα περιουσιακά στοιχεία όσων από αυτές είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς μπήκαν σε ιδιαίτερο καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης το 1834 στο Ειδικό Εκκλησιαστικό Ταμείο, που ιδρύθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό. 

Οσες μονές παρέμειναν ως οντότητες όφειλαν να προσκομίσουν επίσημα τουρκικά έγγραφα (ταπία) με τα οποία να αποδεικνύουν την εκχώρηση προς αυτές από το επίσημο τουρκικό κράτος της αποκλειστικής οιονεί νομής, πράγμα που δεν έκαναν ποτέ. 

Κι αυτό, γιατί είναι διαφορετική η προσέγγιση του ιδιοκτησιακού μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών: 

Το μεν κράτος υπερασπίζεται το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου για τα δασικού χαρακτήρα εδάφη, που απορρέει από τη Συνθήκη Απελευθέρωσης της Κωνσταντινουπόλεως (1832), το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) και τις μετέπειτα συνθήκες προσαρτήσεων των Νέων Χωρών, ενώ άφησε σε εκκρεμότητα, που υπάρχει μέχρι σήμερα, το ζήτημα της ρύθμισης του ιδιοκτησιακού ζητήματος όλων των εκτάσεων (και των αγροτικών) που κατείχαν επί οθωμανικής κυριαρχίας δυνάμει ταπίων, αλλά και αφιερωμάτων και δωρεών. 

Η δε Εκκλησία, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι τα ταπία και τα χρυσόβουλα αποτελούν τίτλους και γι’ αυτό δεν ακολούθησε τις διαδικασίες προσφυγής στην Επιτροπή που προέβλεψε το διάταγμα 17/29 Νοεμβρίου του 1836. Και την άποψή της αυτή τη στηρίζει μέχρι σήμερα, παρ’ ότι υπήρχε δυνατότητα να διεκδικήσει την αναγνώριση, είτε μέσω της διοικητικής οδού με προσφυγή στα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών για τις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, είτε μέσω της δικαστικής οδού για όλες τις εκτάσεις. 

Εξάλλου τώρα που ολοκληρώνεται η διαδικασία σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου θα γίνει και η συγκεκριμένη καταγραφή. 

Βέβαια οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος δοκιμάστηκαν πολλές φορές, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που η Πολιτεία χρησιμοποίησε μέρος της ακίνητης περιουσίας για τη στήριξη της αγροτικής δραστηριότητας και την αποκατάσταση των προσφύγων. 

Δύο όμως κινήσεις μπορούσαν να έχουν εξομαλύνει τις σχέσεις τους: Η μία ήταν ο αναγκαστικός νόμος 536/1945 που απαγόρευσε την πληρωμή των κληρικών σε είδος από τους κατοίκους και ταυτόχρονα προέβλεψε, για πρώτη φορά, τη συμμετοχή του Δημοσίου στη μισθοδοσία του κλήρου. Η ρύθμιση αυτή έφτασε, 59 χρόνια μετά, μέχρι την πλήρη κάλυψη της μισθοδοσίας, όπως ισχύει σήμερα. 

Η άλλη ήταν ο νόμος Τρίτση, ο 1700/1987, με τον οποίο το σύνολο της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο οποίο ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, περνούσε στον Οργανισμό Διοικήσεων Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), η δε Πολιτεία αναλάμβανε την υποχρέωση να παραχωρεί το 1% του προϋπολογισμού του υπουργείου Παιδείας, δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που συνδεόταν ουσιαστικά η συγκεκριμένη περιουσία με την οικονομική λειτουργία της Εκκλησίας. 

Ο νόμος αυτός μπορεί να ισχύει μέχρι σήμερα, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. 

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η περιουσία που προέβλεπε συμπίπτει με αυτήν που θα ενταχθεί υποχρεωτικά στο Ταμείο Αξιοποίησης, η οποία, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση, το 1987, των γεωτεχνικών επιθεωρήσεων της πρώην ΑΤΕ, είναι 367.000 στρ. δάση, 753.000 στρ. βοσκότοποι και 190.000 στρ. αγροτικές εκτάσεις. 

Για την αξιοποίηση της συγκεκριμένης περιουσίας υπήρξε κι άλλη απόπειρα το 2013, οπότε συστάθηκε η Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς, χωρίς να έχει λειτουργήσει αποδοτικά μέχρι σήμερα. 

Θεωρώ απαραίτητη για την επιτυχία της συμφωνίας μία κίνηση της Εκκλησίας: να προσφέρει στο ΤΑΕΠ και την υπόλοιπη μη αμφισβητούμενη εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία. 

Υπάρχουν μονές που διαθέτουν πολλά αστικά ακίνητα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει και μεγάλες επενδύσεις σε ξενοδοχεία, συνεδριακά κέντρα κ.λπ. 

Το σίγουρο είναι ότι με την πρόταση συμφωνίας έγινε ένα ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση διαχωρισμού και εξομάλυνσης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Αν προχωρήσει μέχρι και την αξιοποίηση όλης της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας, τότε θα είναι σε όφελος τόσο του κλήρου όσο και του λαού. 

* τέως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ευβοίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου