(*) Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 23/10/2014
Του Βαγγέλη Αποστόλου
Αποτελεί κοινή αντίληψη ότι σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, όπως είναι αυτή που βιώνει η χώρα μας, αργά ή γρήγορα θα αναδειχθεί σκληρά η επισιτιστική μορφή της. Και η δική μας η κρίση θα είναι επαχθέστερη γιατί θα συμβεί σε περιβάλλον διατροφικής εξάρτησης από εισαγωγές αλλά και ασυδοσίας στη διακίνηση των βασικών διατροφικών αγαθών.
Αρκεί να αναφερθεί ότι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, που είναι κυρίως διατροφικό, ξεπερνά τα 2,5 δισ. ευρώ και τρέχει με καλπασμό, μετατρέποντας την παραδοσιακά αγροτική Ελλάδα σε αιμορραγικά εισαγωγική χώρα. Εισάγουμε όχι μόνο κρέατα, γαλακτοκομικά και ψάρια, αλλά και τεράστιες ποσότητες τυποποιημένων τροφίμων, ζωοτροφών, σιτηρών, οσπρίων, νωπών φρούτων, ξηρών καρπών, κατεψυγμένων λαχανικών κ.λπ.
Από την άλλη η κερδοσκοπία, από το χωράφι μέχρι το ράφι, οργιάζει, με τη σχέση των τιμών παραγωγού με τις τιμές καταναλωτή στη χώρα μας να διαμορφώνεται στο 1 προς 6, όταν στην Ε.Ε. δεν ξεπερνά το 1 προς 3. Πρόκειται για τη πλέον μακρόβια και άθικτη απάτη, που σπρώχνει παραγωγούς και καταναλωτές στη συνεχή συρρίκνωση των εισοδημάτων τους και τελικά στην ανέχεια.
Για την αντιμετώπιση του πρώτου προβλήματος πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην επιδίωξη της αυτάρκειας. Οφείλουμε να αναπληρώσουμε μεγάλες ποσότητες εισαγόμενων προϊόντων με εγχώρια μέσα σε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής γης και αποκατάστασης των καλλιεργειών που χάθηκαν, αλλά και να στηρίξουμε την κτηνοτροφία που καλείται να καλύψει το 70% των διατροφικών μας αναγκών. Ειδικά για τη στήριξη της κτηνοτροφίας επιβάλλεται να παράξουμε ζωοτροφές για να απαλλαγούν οι κτηνοτρόφοι μας από το μεγάλο κόστος αγοράς των εισαγόμενων, ακόμη και με θέσπιση ειδικών κινήτρων που και στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ μπορούν να αποφασιστούν.
Είναι σίγουρο ότι σε μια ελεύθερη και ανοιχτή αγορά δεν μπορούν να μηδενιστούν οι εισαγωγές, μπορούν όμως να μην εισάγονται προϊόντα (πολλά από τα οποία είναι και αμφίβολης ποιότητας) με μόνο κριτήριο την τιμή. Πόσο μάλλον όταν πολλά από αυτά θα μπορούσαν να παραχθούν στη χώρα μας και μάλιστα με ετικέτα που τους ανήκει, με όνομα και τοποθεσία, κάνοντας χρήση του ντόπιου γενετικού υλικού και των υπό εξαφάνιση ποικιλιών μεγάλης θρεπτικής και εμπορικής αξίας.
Δυστυχώς τον αγροτικό χώρο πλήττει και μια άλλη μάστιγα, η ελληνοποίηση, που εξουδετερώνει τους φυτοϋγειονομικούς ελέγχους καθώς και όλες τις Υπηρεσίες Ελέγχου της χώρας μας, φτάνοντας μέχρι του σημείου να υποκαθιστά στο ελληνικό τραπέζι πολλά και καθημερινής διατροφής προϊόντα.
Η αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας είναι κυρίως πολιτικό ζήτημα και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τα κινήματα και τις καταναλωτικές οργανώσεις.
Σωστή και πρέπει να ενισχύεται η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη των πολιτών, αλλά όταν μερικά πράγματα παίρνουν εκρηκτικές κοινωνικές διαστάσεις δεν μπορούν να επιλύονται με το κράτος σε ρόλο παρατηρητή. Πέραν όμως των αυστηρών ελέγχων από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες επιβάλλεται και οι οργανώσεις του αγροτικού χώρου να έχουν ουσιαστική συμμετοχή στη διακίνηση των προϊόντων τους.
Κι όταν μιλάμε για οργανώσεις, δεν εννοούμε ασφαλώς αυτό το χάλι που βίωσε ο χώρος τα τελευταία 30 χρόνια με τους συνεταιρισμούς και τα συνδικαλιστικά του όργανα όχι μόνο να μετατρέπονται σε κομματικά παραμάγαζα, αλλά και να επιδίδονται σε σπατάλες και κακοδιαχειρίσεις σαν αυτές που έγιναν πρόσφατα γνωστές και βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Δικαιοσύνης (αυτά που έγιναν γνωστά ωχριούν μπροστά σε αυτά που έρχονται). Απαιτείται επανίδρυση του αγροτικού συνεργατισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει το μεγάλο ζήτημα της διατροφικής επάρκειας της χώρας μέσα από το δικό του εθνικό σχέδιο για το αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα της χώρας. Πρόκειται για την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών κατά κλάδο και περιφέρεια, που βέβαια εντάσσονται στο κέντρο του ευρύτερου οράματός μας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου