Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Αναγκαία και εφικτή η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων του αγροτικού χώρου.


Του Βαγγέλη Αποστόλου (*) 

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 16/02/2019 

Η άμεση αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων των συστημικών τραπεζών αποτελεί σήμερα βασική μέριμνα για την κυβέρνηση. Το ίδιο άμεσα πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα αντίστοιχα δάνεια του αγροτικού χώρου, που στο σύνολό τους συνδέονται με την ΑΤΕ υπό εκκαθάριση (PQH), όχι μόνο για να δοθούν ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες σε όλους τους δανειολήπτες, αλλά και για να αποφευχθεί η απώλεια μιας τεράστιας αγροτικής περιουσίας που συνδέεται με αυτές τις οφειλές. 

Παρά το γεγονός ότι με μια σειρά νόμων, 2008/92, 2237/94, 2538/98 και 3259/2004 (γνωστός και ως νόμος για τα πανωτόκια), επιχειρήθηκε να ρυθμιστούν τα δάνεια αυτά, δεν κατέστη δυνατό. Μάλιστα, οι ρυθμίσεις των δανείων που πραγματοποιήθηκαν από τους δύο πρώτους νόμους κρίθηκε από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια ότι αντίκεινται στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς και ζητήθηκε η ανάκτηση ποσού 460 εκατ. ευρώ, που έπειτα από αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμορφώθηκε αρχές του 2018 στα 100 εκατ. ευρώ. Ομως και το ποσό αυτό είναι δύσκολο να εξυπηρετηθεί, γιατί η οικονομική κατάσταση των οφειλετών, αγροτών και συνεταιρισμών, δεν επιτρέπει όχι μόνο την υπηρέτηση αυτών των οφειλών, αλλά ακόμη και των τρεχουσών συναλλαγών. 

Για τη συνολική αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, έγιναν κι άλλες δύο σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις, η μία με την τροποποίηση του πτωχευτικού κώδικα με τον νόμο 4446/2016 και η άλλη με την ψήφιση του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Ούτε αυτές οι ρυθμίσεις κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τα αγροτικά «κόκκινα» δάνεια, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους, αλλά και εξαιτίας του πλαισίου λειτουργίας και του σκοπού της PQH. 

'Oπως είναι γνωστό, όταν η ΑΤΕ το 2012 οδηγήθηκε σε εκκαθάριση, τα θεωρούμενα ενήμερα δάνεια πέρασαν στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια παρέμειναν στην PQH, χωρίς η δεύτερη να μπορεί να αναπροσαρμόσει πλέον τα επιτόκια σε φυσιολογικά επίπεδα, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τα υπερβολικά επιτόκια (10%-12%) που η πρώην ΑΤΕ είχε επιβάλει. 

Αξίζει να αναφερθεί ότι η διαδικασία αυτή είχε και ορισμένες παραδοξότητες, όπως δάνεια του ίδιου οφειλέτη να οδηγούνται άλλα στον εκκαθαριστή και άλλα στην Τράπεζα Πειραιώς. Τα ποσά αυτών των δανείων, με στοιχεία του 2017, ανέρχονται για τα φυσικά πρόσωπα (αγρότες) στο 1,9 δισ. ευρώ και για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς στο 1,6 δισ., δηλαδή συνολικά στα 3,5 δισ. Αφορούν δε 700 συνεταιρισμούς, μεταξύ των οποίων και αρκετοί ενεργοί με παραγωγική παρουσία στην περιφέρειά τους, και 85.000 λογαριασμούς φυσικών προσώπων. 

Είναι πέρα από βέβαιο ότι κανένας από αυτούς τους οφειλέτες δεν έχει σήμερα την οικονομική δυνατότητα εξυπηρέτησης των οφειλών του στον περιορισμένο χρονικό ορίζοντα που τους ζητά η PQH, χωρίς να δυσχεράνει τη λειτουργία και τη ρευστότητά του. 

Είναι επίσης γνωστό ότι η PQH δεν μπορεί να εφαρμόσει το σύνολο των μέτρων που προβλέπονται στον κώδικα δεοντολογίας, αφού δεν μπορεί να ανταλλάξει ακίνητα με χρέος, να συμμετάσχει σε πλειστηριασμούς για την απόκτηση ακινήτων με σκοπό τη διαγραφή χρέους, να ανταλλάξει χρέος με μετοχικό κεφάλαιο, να προχωρήσει σε διαχωρισμό οφειλής, να διαγράψει κεφάλαιο και να περιορίσει την απαίτησή της στο ύψος των καλυμμάτων της. 

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε με το κλείσιμο της ΑΤΕ μαζί με τις τότε στρεβλώσεις πρέπει απαραίτητα να διορθωθεί, αφού κανένας νόμος και κανένας εξωδικαστικός μηχανισμός δεν θα μπορέσει να λύσει οριστικά το πρόβλημα. Οι εκκαθαριστές σε κάθε αδιέξοδη προσπάθεια ρύθμισης οφειλών των αγροτών ή των συνεταιρισμών θα επικαλούνται ως δικαιολογία την έλλειψη θεσμικού πλαισίου και το βραχύβιο της εκκαθάρισης. 

Για να εξαλειφθούν αυτές οι αντιξοότητες κρίνονται αναγκαίες ορισμένες ρυθμίσεις, όπως τα επιτόκια εκτοκισμού μετά το 2012 να καθοριστούν, νομοθετικά ή με απόφαση της Τραπέζης της Ελλάδος, σε λογικά επίπεδα και σε κάθε περίπτωση οι εκτοκισμοί πάνω από 3,5% να διαγράφονται. Οπως είναι αναγκαίο για τον χώρο οι συνεταιριστικές και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν να μην οδηγηθούν σε άτακτη διακοπή της δραστηριότητάς τους. 

Πάνω από όλα, όμως, είναι αναγκαίο να σταματήσει οποιαδήποτε κίνηση της PQH προς την κατεύθυνση παραχώρησης όλης της περιουσίας και των εγκαταστάσεων του αγροτικού χώρου που συνδέονται με αυτά τα δάνεια σε εταιρείες διαχείρισης και αγοράς χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εξάλλου, έχει ήδη συσταθεί στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ο οργανισμός εκείνος, ο ΟΔΙΑΓΕ, που μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτή την περιουσία με αγροτικό πρόσημο. 

Αντίθετα, μια τέτοια κίνηση, όχι μόνο δεν θα προσφέρει ουσιαστικό όφελος στα δημόσια έσοδα, αλλά και θα στερήσει από την αγροτική δραστηριότητα υποδομές που έχει ανάγκη και μάλιστα σε μια στιγμή που μπορεί να αναλάβει σημαντικό βάρος στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. 


* τέως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ευβοίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου